Übersetzungen: von griechisch auf russisch
- Von griechisch auf:
- Alle Sprachen
- Englisch
- Russisch
ἔμβαρος
-
1 εμβαρος
Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:
ἔμβαρος — of weighty sense masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμβαρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, καταγόταν από την Αθήνα. Προσφέρθηκε να θυσιάσει την κόρη του όταν η πόλη απειλήθηκε με λοιμό, επειδή σκοτώθηκε η ιερή άρκτος του ναού της Άρτεμης στη Μουνιχία, και διαδόθηκε πως η θεά θα… … Dictionary of Greek
ἔμβαρον — ἔμβαρος of weighty sense masc/fem acc sg ἔμβαρος of weighty sense neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβάρου — ἔμβαρος of weighty sense masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek